αλληλο-

αλληλο-
    ἀλληλο-
    в сложн. словах = ἀλλήλω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλληλο-" в других словарях:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκλέβομαι — και αλληλοκλέπτομαι κλέβομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κλέβω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κλέβω ( ομαι). Ο τ. αλληλοκλέπτομαι < αλληλο * + κλέπτω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκλοπή] …   Dictionary of Greek

  • ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… …   Dictionary of Greek

  • αλληλέλκομαι — και αλληλο έλκομαι αμοιβαία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + έλκω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλαγαπιέμαι — και αλληλο αγαπιέμαι αμοιβαία με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + αγαπώ* ( ιέ μαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλαπάγομαι — και αλληλο απάγομαι από κάποιον και απάγω και εγώ αυτόν, «κλέβομαι» με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + απάγω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλαπαγωγή] …   Dictionary of Greek

  • αλληλαπαγωγή — και αλληλο η [αλληλαπάγομαι] εκούσια απαγωγή γυναίκας από άντρα, το «κλέψιμο» …   Dictionary of Greek

  • αλληλαρπάζομαι — και αλληλο 1. αρπάζω τα υπάρχοντα άλλων και εκείνοι αρπάζουν τα δικά μου 2. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι 3. αλληλαπάγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + αρπάζω (ο μαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλεγγυώμαι — και αλληλο [αλληλέγγυος] γίνομαι αλληλέγγυος με κάποιον έναντι τρίτου, συνομολογώ με κάποιον ενοχική ή άλλη υποχρέωση έναντι τρίτου …   Dictionary of Greek

  • αλληλεκτίμηση — και αλληλο [αλληλεκτιμώμαι] αμοιβαία εκτίμηση …   Dictionary of Greek

  • αλληλεκτιμώμαι — και αλληλο εκτιμώ κάποιον και εκτιμώμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εκτιμώμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλεκτίμηση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»